ἐξαγωγός

ἐξαγωγός
ἐξαγωγ-ός, ,
A waste-pipe for letting off water, Timarch. ap.Ath.11.501f, PLond.3.1177.315 (ii A.D.).
II overflow drain, PPetr.2p.14 (iii B.C.), etc.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • εξαγωγός — ο (Α ἐξαγωγός) [εξάγω] νεοελλ. εξαγωγέας αρχ. οχετός για την αποχέτευση υδάτων …   Dictionary of Greek

  • ἐξαγωγούς — ἐξαγωγός waste pipe masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαλανειόμφαλος — βαλανειόμφαλος, ον (Α) (για φιάλη) με κυρτό, ομφαλωτό πυθμένα (σε σχήμα πώματος μπανιέρας). [ΕΤΥΜΟΛ. < βαλανείον «λουτρό» + ομφαλός «πώμα με το οποίο κλεινόταν ο εξαγωγός βαλανείου»] …   Dictionary of Greek

  • νευρεξαγωγός — ο ιατρ. λεπτή βελόνα με λεπτότατα άγκιστρα, ειδική για νευρεξαγωγή. [ΕΤΥΜΟΛ. < νευρ(ο) * + εξαγωγός] …   Dictionary of Greek

  • ἐξαγωγῶν — ἐξαγωγή fem gen pl ἐξαγωγός waste pipe masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”